- εἴποις
- εἶπονsaidaor opt act 2nd sgεἶποςmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BIDENTAL — Romanis dictus est locus fulmine tactus et bidentibus ovibus expiatus consecratusque. Glossae, Bidental, τόπος κεραυνοπλὴξ. Quem proin nec ingredi nec calcare fas erat. Horat. de Arte Poet. extr. utrum Minxerit in patrios cineres, an triste… … Hofmann J. Lexicon universale
FULGURITUM — Festo id quod fulmine tactum. Qui locus statim fieri putabatur religiosus, quod eum Deus sibi dicasse videretur. A fulgurire, hocque a fulgure dictum, quâ voce fulmina passim appellavit media Latinitatis aetas, imo etiam antiquor, inprimis in… … Hofmann J. Lexicon universale
PUGILLI — in Glossis ἐπίσφερα, pro ἐπίσφαιρα, more scribendi illis temporibus usitatô. Eaedem, Pugilia, ἐπισφέρια. Item, Pugil, πύκτης, ἐπισφαίριον. Caestibus opponuntur. Caestus enim ex crudo corio erant, plumbôque et ferrô insutô rigebbant: at Pugilli,… … Hofmann J. Lexicon universale
καρύκη — καρύκη, ἡ (Α) (ιδίως στη Λυδία) είδος σάλτσας με αίμα και μπαχαρικά («εἴποις δ ἄν ζωμοὺς καρύκην, καρυκεύματα», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Λυδική. ΠΑΡ. καρυκεύω αρχ. καρύκινος. ΣΥΝΘ. αρχ. καρυκοειδής, καρυκοποιός] … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek
τελεστήριο — Ο τόπος, όπου οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τελούσαν τα μυστήρια. Λεγόταν επίσης, ο τόπος ιεροτελεστίας αλλά και κάθε τόπος, στον οποίο τελούσαν κάποια θρησκευτική τελετή, θυσία ή μυσταγωγία. Σε νεότερα χρόνια τ. αποκαλούσαν κυρίως εκείνο της … Dictionary of Greek
χασμώμαι — χασμῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και δ. τ. κατά τον Ησύχ. χαμῶμαι, άομαι Α [χάσμη] εισπνέω βαθιά και παρατεταμένα, χασμουριέμαι μσν. αρχ. (για στόμα και για πράγμ.) χάσκω, είμαι ανοιχτός, αφήνω άνοιγμα, αφήνω κενό αρχ. 1. μτφ. μένω κατάπληκτος, μένω με το… … Dictionary of Greek